ωοσκοπικός

ωοσκοπικός
-ή, -ό / ᾠοσκοπικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ᾠοσκοπία]
1. το θηλ. ως ουσ. η ωοσκοπική
ωομαντεία, ωοσκοπία
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Ωοσκοπικά- τίτλος συγγράμματος που αποδιδόταν στον Ορφέα και το οποίο αναφερόταν στην ωοσκοπία, αλλ. Ὠοθυτικά*
νεοελλ.
ο σχετικός με την ωοσκοπία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”